-
1 δανείζω
δανείζω, Geld auf Zinsen geben, leihen, ἐπὶ τόκῳ, auf Zins, Plat. Legg. V, 742 c u. Folgde; ἐπὶ σώμασιν Plut. Sol 15; Pass., δεδανεισμένον ἐπὶ δραχμῇ Dem. 27, 9; übertr., ἐπιμελείας δανεισϑείσας Plat. Legg. IV, 717 c; συνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισϑῆναι Xen. Hell. 2, 4. 28. – Med., sich Geld auf Zinsen geben lassen; entlehnen, borgen, δανείσασϑαι οὐδαμόϑεν ἐστὶν ἀργύριον Xen. Mem. 2, 7, 2; δεδανεῖσϑαι παρά τινος, von Einem geborgt haben, Hell. 6, 5, 19, wie Lys. 17, 2 u. Dem. Lpt. 11; ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Dem. 1, 15; ἀπὸ τοῠ κόσμου Plat. Tim. 42 e; ἐγγείων τόκων Dem. 34, 23; übertr., ἆρ' οὖν ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασϑε ἐν τῷ λόγῳ, Plat. Rep. X, 612 c.
-
2 δανείζω
A- είσω D.35.52
: [tense] aor.ἐδάνεισα X.Cyr.3.1.34
, etc.: [tense] pf.δεδάνεικα D.35.52
:—[voice] Med., ibid.: [tense] fut.δανείσομαι Id.32.15
: [tense] aor.ἐδανεισάμην Lys.12.59
, etc.: [tense] pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδανείσθην X.HG2.4.28
, D.33.12: [tense] pf.δεδάνεισμαι Id.36.5
, 49.53: ([etym.] δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th. 842, al.; more fully,δ. ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c
;ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D.53.13
, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of.., D.27.27;ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1
;εἰς τὰ ἡμέτερα D.27.28
; .2 [voice] Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu. 1306, etc.;ἀπό τινος Lys.17.2
; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15;δ. ἐγγείων τόκων 34.23
:—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—[voice] Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu. 756, X.HG2.4.28, D.33.12.3 metaph. in [voice] Med.,μόρια ἀπὸ τοῦ κόσμου Pl.Ti. 42e
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανείζω
-
3 ἔγγαιος
II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 ( ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R. 491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti. 90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγαιος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий